- (μ)πελτές
- (μ)πελτέςο πληθ. -έδες (λ. τουρκ.)1. συμπυκνωμένος τοματοπολτός.2. είδος μαρμελάδας από κυδώνια ή μήλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πελτές — και μπελντές, ο 1. συμπυκνωμένος πολτός ντομάτας ο οποίος περιέχει αλάτι, συντηρητικά και άλλες ουσίες που εμποδίζουν την αλλοίωσή του για μεγάλο χρονικό διάστημα και χρησιμοποιείται στην μαγειρική αντί για φρέσκια ντομάτα 2. γλύκισμα από χυμό… … Dictionary of Greek
μπελντές — και μπελτές, ο βλ. πελτές … Dictionary of Greek
peltea — PELTEÁ, peltele, s.f. Produs alimentar fabricat din suc de fructe fiert cu zahăr, închegat cu o masă gelatinoasă, elastică şi transparentă, asemănătoare cu jeleul. ♦ fig. Expunere scrisă sau orală, lungă şi prolixă, lipsită de miez; poliloghie,… … Dicționar Român